- ἐκταδόν
- ἐκταδόνindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτάδην — επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά) κατ έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ. «ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ ἐκείνου νεκρός» ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.) … Dictionary of Greek